- λευκαίνω
- (AM λευκαίνω) [λευκός]1. κάνω κάτι λευκό, ασπρίζω (α. «οι καθαροί λευκαίνονται αιθέριοι κάμποι», Κάλβ.β. «ἐς γένυν ἕρπει λευκαίνων ὁ χρόνος», Θεόκρ.γ. «ἡ δὲ χροιὰ τοῡ σώματος οὔτε πρὸς τὸ θηλυπρεπὲς ἐλευκαίνετο, οὔτε πρὸς τὸ μελάντερον κατεσκίαστο», Θεοφύλ. Βουλγ.)2. είμαι ή γίνομαι λευκός, ασπρίζω (α. «ελεύκαναν τα μαλλιά του» β. «καὶ γένηται ἐν τῷ τόπῳ τοῡ ἕλκους οὐλὴ λευκὴ ἢ τηλαυγὴς λευκαίνουσα ἢ πυρρίζουσα», ΠΔ)νεοελλ.καθαρίζω τα ρούχα πλένοντάς ταμσν.εξαγνίζω («ἵνα λευκάνῃς τὴν ψυχήν», Φυσιολ.)2. διώχνω την κοκκινίλα από τα μάτια3. αποσαφηνίζω, διαφωτίζω, διαλευκαίνωαρχ.1. μτφ. κάνω κάτι λαμπρό, λαμπρύνω2. παθ. λευκαίνομαια) έχω την αίσθηση τής λευκότηταςβ) (για το λάδι) γίνομαι καθαρός, διαυγής.
Dictionary of Greek. 2013.